Διαβάστε το πρώτο μέρος της σειράς Ιθαγενείς Γυναίκες | Μέρος 1ο: Απόπειρα αναίρεσης της αορατότητας και το σχετικό άρθρο Η πολιτισμική οικειοποίηση ως έκφραση προνομίου.
______________________________________________________________
Με αφορμή την αυριανή Παγκόσμια Ημέρα της Ιθαγενούς Γυναίκας, μας δίνεται μια ευκαιρία να ρίξουμε μια σύντομη ματιά στα κινήματα των ιθαγενών γυναικών, μέσα από μια διαθεματική προσέγγιση. Συνηθίζουμε να λέμε ότι η διαθεματικότητα πραγματεύεται την έννοια του φύλου ως μια διάσταση η οποία διαπλέκεται με πολλές άλλες κοινωνικές κατηγορίες: τάξη, φυλή, σεξουαλικότητα, κλπ. Ανάμεσα σε αυτά τα «λοιπά», ξεπροβάλλει και η ιδιότητα της «ιθαγενούς γυναίκας» ως ένας ακόμη παράγοντας καταπίεσης. Με πολύ απλά λόγια έχουμε: γυναίκα (φύλο) + ιθαγενής (εθνότητα/ φυλή) + φτωχή εργάτρια ή αγρότισσα (τάξη). Αυτό το τελευταίο συστατικό μας θυμίζει ότι, όταν μιλάμε για φεμινισμούς τον ιθαγενών λαών, πρέπει να έχουμε υπόψη μας μια σειρά από αλληλοσυνδεόμενα ζητήματα, όπως είναι η δουλεία, η λευκή ανωτερότητα, ο ιμπεριαλισμός των αγορών και οι καπιταλιστικές ταξικές διαιρέσεις ως βασικά εργαλεία της αποικιοκρατίας. Επίσης, οι παραπάνω διαστάσεις, δεν προστίθενται απλώς, αλλά λειτουργούν μάλλον πολλαπλασιαστικά. Αυτό είναι και το βασικό πρόβλημα με τα διαθεματικά ζητήματα: ότι δεν είναι εύκολο να ορίσουμε ποιος παράγοντας είναι πιο καθοριστικός και ποιος έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα σε σχέση με την καταπίεση των γυναικών.
Υπάρχουν πολλές τάσεις και ρεύματα στο εσωτερικό των κινημάτων των ιθαγενών γυναικών. Στο ένα άκρο αυτού το φάσματος θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε τις γυναίκες εκείνες που αγωνίζονται για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής όλων των γυναικών της κοινότητας τους, σύμφωνα με τις αξίες της κουλτούρας τους. Οι ίδιες δεν αυτοαποκαλούνται φεμινίστριες, αφενός επειδή φοβούνται ότι ο όρος φεμινισμός θα αμφισβητηθεί από τους άνδρες αρχηγούς των κοινοτήτων τους και αφετέρου επειδή θεωρούν ότι θα κάνει τις υπόλοιπες γυναίκες να αισθανθούν άβολα. Ζητούν όμως να έχουν λόγο στις συλλογικές αποφάσεις, να μην είναι οικονομικά αποκλεισμένες, να μην υφίστανται βία, να μπορούν να σπουδάσουν στη γλώσσα τους, να αποδίδεται, τέλος, δικαιοσύνη για τις ρατσιστικές πράξεις που οι κρατικές αρχές συστηματικά διαπράττουν εναντίον τους ή εναντίον των κοινοτήτων τους.
Από την άλλη, κάποιες ιθαγενείς γυναίκες επεξεργάζονται νέα φεμινιστική θεωρία και πράξη. Δηλώνουν ανοιχτά φεμινίστριες, εκφράζουν δημόσια τις προσαρμοσμένες στις δικές τους πραγματικότητες ιδέες και δημιουργούν κριτικές θεωρίες απελευθέρωσης σε διαρκή διάλογο με δυτικούς και μη φεμινισμούς. Η Andrea Smith περιγράφει παρακάτω το πώς σκέφτονται πολλές ιθαγενείς φεμινίστριες, τουλάχιστον στις ΗΠΑ:
Supposedly, feminism is not needed because Native women were treated with respect prior to colonization. Thus, any Native woman who calls herself a feminist is often condemned as being “white’’. However, when I started interviewing Native women organizers as part of a research project, I was surprised by how many community-based activists were describing themselves as “feminists without apology.” They were arguing that feminism is actually an indigenous concept that has been co-opted by white women.
Η συνεισφορά των ιθαγενών φεμινιστριών
Αναφερθήκαμε στο πρώτο μέρος αυτού του άρθρου στα ζητήματα των γυναικοκτονιών και της σεξουαλικής βίας, τα οποία αναδεικνύουν οι ιθαγενείς γυναίκες στη Βόρεια Αμερική. Οφείλουμε επίσης να αναγνωρίσουμε ότι στις χώρες αυτές, ο αντιαποικιοκρατικός φεμινισμός των ιθαγενών πολλές φορές αποδεικνύεται πιο προωθημένος και ιδεολογικά ξεκάθαρος σε σύγκριση με τις αντιλήψεις πολλών αστών συντηρητικών φεμινιστριών, οι οποίες το 2001 κατέληξαν να υποστηρίζουν τον βομβαρδισμό του Αφγανιστάν, με τον ισχυρισμό ότι κάτι τέτοιο θα απελευθέρωνε τις γυναίκες από τους Ταλιμπάν.
Έχουμε πρόσβαση σε περισσότερες πληροφορίες για τους ιθαγενείς λαούς στις ΗΠΑ και τον Καναδά, ίσως λόγω μεγαλύτερης διαθεσιμότητας αυτών στο διαδίκτυο και λόγω μεγαλύτερης δικής μας εξοικείωσης με την αγγλική γλώσσα. Η αλήθεια είναι, ωστόσο, ότι τα πιο οργανωμένα και μαζικά κινήματα ιθαγενών γενικά και ιθαγενών γυναικών ειδικότερα, έχουν αναπτυχθεί κυρίως στη Λατινική Αμερική. Άλλωστε σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς ή η Αυστραλία, οι ιθαγενείς λαοί αποτελούν μόλις το 2-3% του συνολικού πληθυσμού. Αντίθετα, στη Νότια και Κεντρική Αμερική, υπάρχουν χώρες όπου οι ιθαγενείς αποτελούν το ήμισυ ή και παραπάνω των κατοίκων. Αναφέρουμε ενδεικτικά το Περού (40%), τη Βολιβία (55%) και τη Γουατεμάλα (50%).
Στο Μεξικό ο Επαναστατικός Νόμος των Γυναικών, όπως προωθήθηκε από τις γυναίκες Ζαπατίστας, είναι ένα από τα πιο ριζοσπαστικά κείμενα όπου εκφράζονται αιτήματα με έμφυλο χαρακτήρα. Αποτελείται από δέκα σημεία, μεταξύ των οποίων, την απαίτηση για πολιτική συμμετοχή των ιθαγενών γυναικών και για τοποθέτηση σε υψηλόβαθμα αξιώματα, το δικαίωμα σε μια ζωή ελεύθερη από οικογενειακή και σεξουαλική βία, το δικαίωμα να αποφασίζουν αν και πόσα παιδιά θα κάνουν, αν θα παντρευτούν, το δικαίωμα σε ένα δίκαιο μισθό και σε ικανοποιητικές υπηρεσίες υγείας και εκπαίδευσης. Τι ριζοσπαστικά δηλαδή; Τα αυτονόητα.
Εκτός από κάποιες λίγο- πολύ κοινές σε όλους τους φεμινισμούς θεματικές, υπάρχουν και ειδικά ζητήματα που θα λέγαμε ότι απαντώνται μόνο στους φεμινισμούς των ιθαγενών λαών, ως αποτελέσματα της εμπειρίας του ρατσισμού και της εκμετάλλευσης που διαμόρφωσαν τις φυλετικές τους ταυτότητες. Αφορούν αιτήματα γύρω από τη γη και την κοινότητα. Η Blanca Chancoso, ηγετική μορφή του κινήματος των ιθαγενών του Εκουαδόρ λέει χαρακτηριστικά:
Μιλάμε για τη γη, αν και άλλες συντρόφισσες δεν το χρειάζονται. Αλλά εμείς ναι (…) γιατί η βία δεν προέρχεται μόνο από το σύζυγο ή τον πατέρα αλλά την προκαλούν και εκείνοι που έχουν υφαρπάξει τη γη.
Επιπλέον, οι ιθαγενείς φεμινίστριες πιστεύουν ότι η ατομικότητα δε θα φέρει την ισότητα. Επικεντρώνονται όχι στα ατομικά αλλά στα συλλογικά δικαιώματα της κοινότητας. Το ιδανικό της κοινής δημόσιας ζωής, της αμοιβαίας αναγνώρισης και ταύτισης, είναι μια από τις συγκροτητικές αρχές του λόγου των ιθαγενών. Η έμφαση στην κοινότητα και τη συλλογικότητα υπερβαίνει το φιλελεύθερο εγωκεντρικό άτομο που παράγει η χριστιανική ευρωπαϊκή πατριαρχία, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί και έναν τρόπο αντίστασης στις επιθέσεις του νεοφιλελευθερισμού.
Ακούγεται πολύ γοητευτική η ιδέα ότι η κοινότητα έχει μια αυθεντική έκφραση που δρα ως αντίβαρο μπροστά στο ατομικό υποκείμενο των δυτικών κοινωνιών που γνωρίζουμε σήμερα. Παρ’ όλα αυτά, από τις διηγήσεις γυναικών πολύ διαφορετικών αυτόχθονων λαών, προκύπτει ότι η αλληλεγγύη και η συμπληρωματικότητα μένουν σε επίπεδο θεωρίας, και ότι στην πράξη εφαρμόζονται με ασύμμετρο τρόπο μεταξύ γυναικών και αντρών. Στο εσωτερικό της κάθε επιμέρους κουλτούρας, υπάρχουν καταστάσεις που εμποδίζουν τις γυναίκες να ζουν ελεύθερες. Θα λέγαμε, εν ολίγοις, ότι η κοινότητα είναι ένας τρόπος επιβίωσης και αιχμαλωσίας ταυτόχρονα.
Η αναγνώριση αυτής της πραγματικότητας είναι το σημείο συνάντησης φεμινιστικών και ιθαγενών κινημάτων. Με αφετηρία αυτή την παραδοχή, πολλές ιθαγενείς γυναίκες βρίσκουν κοινά σημεία ανάμεσα στον αγώνα για την αυτοδιάθεση των ιθαγενών λαών και στον αγώνα των λευκών φεμινιστριών για την απελευθέρωση από πρακτικές μισογυνισμού στις κοινωνίες τους. Διεκδικούν το δικαίωμα στην προγονική κουλτούρα αλλά την ίδια στιγμή προσπαθούν μέσα στις κοινότητες τους να μετασχηματίσουν στοιχεία και παραδόσεις τα οποία θεωρούν καταπιεστικά. Η Lorena Cabnal στη Γουατεμάλα περιγράφει την οπτική αυτή με αφοπλιστική απλότητα:
Η βία είναι κάτι που δε συνάδει με την κοσμική ισορροπία που χρειάζεται να υπάρχει προκειμένου να νιώσουμε πλήρη ανθρώπινα όντα. Οπότε, αναρωτιόμαστε τι προτείνει ο φεμινισμός σε σχέση με αυτό, πώς μπορούμε να υπερβούμε αυτή την καταπίεση. Εγώ νιώθω μέρος ενός κινήματος που αναγνωρίζει την ποικιλία των βλεμμάτων και την ιστορική μάχη πολλών γυναικών, όχι μόνο ιθαγενών ή μιγάδων, αλλά και όσων έχουν συνεισφέρει από τις διαφορετικές τους εμπειρίες.
Χρειάζεται εδώ να τονίσουμε ότι η Lorena Cabnal καταγγέλλει τη σεξουαλική βία εναντίον των γυναικών στην κοινότητα Xinca και, εξαιτίας αυτής της δράσης, δέχεται διαρκείς απειλές για τη ζωή της.
Σημεία τριβής με τον ηγεμονικό λευκό φεμινισμό
Έχουμε συνηθίσει το φεμινιστικό κίνημα να διαιρείται σε τρεις περιόδους ή «κύματα». Αυτή η περιοδολόγηση εκ των πραγμάτων τοποθετεί τις λευκές γυναίκες της μεσαίας τάξης στο κέντρο ως ιστορικά υποκείμενα και τις ιθαγενείς γυναίκες στην περιφέρεια του κινήματος. Η καταπίεση των ιθαγενών γυναικών αναλύθηκε κυρίως μέσα από δύο οπτικές: από τη μία, οι λεγόμενες «Σπουδές Φύλου» έδιναν έμφαση στη σημασία της πατριαρχίας ως σύστημα ανισότητας, θεωρώντας ως κεντρικό σημείο την «οικουμενική καταπίεση της γυναίκας». Από την άλλη, οι προσεγγίσεις κάτω από την επιρροή του μαρξισμού επικέντρωναν την προσοχή τους στις συνέπειες της καπιταλιστικής ανάπτυξης και των επιπτώσεων της στις έμφυλες σχέσεις στο εσωτερικό των ιθαγενών λαών. Το βασικό επιχείρημα εδώ είναι ότι η εισαγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής μετασχημάτισε ριζικά και τις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων, αντικαθιστώντας τους συμπληρωματικούς ρόλους που χαρακτήριζαν τις παραδοσιακές οικονομίες της αυτοσυντήρησης, με σχέσεις εξαιρετικά ανταγωνιστικές και άνισες. Μέσα σε αυτό το νέο πλαίσιο, οι ιθαγενείς γυναίκες χάνουν την αυτονομία τους και πλέον αρχίζουν να εξαρτώνται περισσότερο από τους μισθούς των συζύγων τους αλλά και να βιώνουν τον αποκλεισμό από την καπιταλιστική αγορά εργασίας.
Αυτό που παρατηρούμε και στις δύο παραπάνω προσεγγίσεις είναι ότι αυτές οι «άλλες» αντιμετωπίζονταν ως παθητικά υποκείμενα, θύματα είτε της πατριαρχίας, είτε του καπιταλισμού. Γι’ αυτό και μέχρι σήμερα, πολλές ιθαγενείς γυναίκες αρνούνται να ονομαστούν φεμινίστριες, αμφισβητώντας έτσι την ματιά των λευκών ή των γυναικών των πόλεων απέναντι στις ίδιες και τις αξίες τους. Για παράδειγμα, στους περισσότερους ιθαγενείς λαούς της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής, το δίπολο ισότητα- ανισότητα δεν γίνεται κατανοητό. Η ισότητα μεταξύ ατόμων απουσιάζει ως έννοια από την κοσμοθεωρία τους. Αντί αυτής, είναι κεντρική η έννοια της συμπληρωματικότητας μεταξύ άνδρα- γυναίκας, ως δύο αδιαχώριστων συστατικών του ιθαγενούς όντος. Ποι@ είναι αρμόδι@ να κρίνει αν αυτές οι γυναίκες είναι φεμινίστριες ή όχι;
Οι εμπειρίες του φιλελεύθερου αγγλοσαξονικού φεμινισμού, οι οποίες εκκινούν από μία οπτική των «δικαιωμάτων του πολίτη», χρησιμοποιήθηκαν για να κατασκευάσουν μια ομογενοποιητική αναπαράσταση του «Φεμινισμού». Για παράδειγμα, το άγγλο- αμερικανικό κίνημα για το δικαίωμα ψήφου θεωρήθηκαν ως η νόρμα, ως ο υποχρεωτικό δρόμος που έπρεπε να ακολουθήσουν όλα τα φεμινιστικά κινήματα. Κάτι τέτοιο ήταν άτοπο για πολλούς ιθαγενείς λαούς, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη ότι οι ίδιοι στο εσωτερικό τους είχαν αναπτύξει θεσμούς, διαδικασίες και μορφές πολιτικής συμμετοχής πολύ πιο αμεσοδημοκρατικές από την κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Τέλος, μια σημαντική κριτική προς τις δυτικές φεμινίστριες είναι ότι δε λαμβάνουν ή δε λαμβάνουν αρκετά υπόψη τους το βάρος της αποικιοκρατίας στην δομή των κοινωνιών σε ηπείρους όπως η Αφρική και η Αμερική, στην οποία υπάρχουν σχέσεις εξουσίας όχι μόνο μεταξύ ιθαγενών και λευκών αλλά και ανδρών προς άλλους άνδρες και γυναικών προς άλλες γυναίκες. Για παράδειγμα, σε κοινωνίες με τεράστιες ταξικές αντιθέσεις, όπως εκείνες της Λατινική Αμερικής, οι φεμινίστριες των ανώτερων τάξεων δεν μπορούσαν να συνδεθούν με τις μαύρες ή «ινδιάνες» οικιακές βοηθούς τους, γεγονός που η βραζιλιάνα Sandra Azeredo καταγγέλλει ως «σιωπηλή συνομωσία».
Δεν είναι δύσκολο λοιπόν να καταλάβουμε γιατί οι αστές φεμινίστριες διέτρεχαν τον κίνδυνο να μην μπορούν να επικοινωνήσουν με τις υπόλοιπες γυναίκες, καθώς αυτοανακηρύσσονταν «ειδικές σε γυναικεία θέματα», με λόγους υπερβολικά θεωρητικούς, που ταίριαζαν περισσότερο στην ακαδημία παρά στην καθημερινή ζωή. Το κλίμα αυτό προσπάθησαν να αλλάξουν κάποιες φεμινίστριες ανθρωπολόγοι, μέσα από την επαφή τους με γυναικείες οργανώσεις βάσης και ΜΚΟ. Οι πρακτικές ανάγκες υποχρέωσαν τις φεμινίστριες να προσαρμόσουν το λόγο τους ώστε να γίνει κατανοητός από την υπόλοιπη κοινωνία. Αυτό το ρεύμα του «λαϊκού φεμινισμού», αναπτύχθηκε κατά τη δεκαετία του 1980, και συνδύαζε τα ζητήματα της σεξουαλικής βίας και των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων με τις ανησυχίες των γυναικών για τη στέγαση, τη διατροφή, την υγεία και τη γη. Χρειάστηκε, ωστόσο, να περιμένουμε μέχρι τη δεκαετία του 1990 και το λεγόμενο «τρίτο κύμα του φεμινισμού», για να αναγνωριστούν οι γυναίκες διαφορετικού χρώματος και κουλτούρας ως πολιτικά υποκείμενα.
Από το «φεμινισμό» στους «φεμινισμούς»
Οι φωνές των ιθαγενών φεμινιστριών τονίζουν την ανάγκη δημιουργίας ενός πολυπολιτισμικού φεμινισμού που να αναγνωρίζει τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους οι γυναίκες αντιλαμβάνονται την ταυτότητα φύλου και σχεδιάζουν τις στρατηγικές του αγώνα τους. Για να γίνει κάτι τέτοιο, χρειάζεται οι δυτικές και λευκές φεμινίστριες, να αναγνωρίσουν καταρχήν το προνόμιο που έχουν κάποιες κατηγορίες γυναικών έναντι κάποιων άλλων. Η Αυστραλιανή Aileen Moreton-Robinson’s προτρέπει σχετικά:
Rather than focusing on “the multiplicitous, fractured subject”, white feminists need to theorize how to give up power.
Μιλώντας λοιπόν για «φεμινισμούς» στον πληθυντικό σημαίνει ότι αμφισβητούμε μια σειρά από «αυτονόητες» ιδέες: γιατί ο δυτικός ακαδημαϊκός φεμινισμός να θεωρείται κατάλληλος και απαραίτητος για όλες τις γυναίκες; Γιατί αυτό που είναι δοκιμασμένο και βιωμένο σε μια γεωγραφική περιοχή του κόσμου, η οποία είναι ταυτισμένη με τη Δύση και την ιστορική της επέκταση, να είναι ανώτερο από εναλλακτικές πρακτικές, κοσμοθεωρίες, μορφές επικοινωνίας; Γιατί αυτές να πρέπει να απομονωθούν και να περιοριστούν γεωγραφικά ως «εξαιρέσεις» και να μην διαδοθούν ως εξίσου πολύτιμες και έγκυρες;
Η αρχές του πολιτισμικού και του γνωσιακού σχετικισμού είναι πολύ χρήσιμα εργαλεία σε αυτή τη διαδικασία αμφισβήτησης. Μας συγκρατούν από το να σπεύδουμε να κατατάξουμε το πολιτισμικά ανοίκειο σε γνώριμα σχήματα σκέψης, περιβεβλημένα με το μανδύα του δήθεν οικουμενικού. Μας επιβάλλουν να αναστείλουμε προσωρινά τις δικές μας αξιολογικές κρίσεις προκειμένου να κατανοήσουμε τις πρακτικές και τα ιδεώδη «άλλων» γυναικών από τη δική τους σκοπιά. Ας θυμόμαστε τέλος, ότι οι φεμινισμοί, δεν είναι κάτι στατικό, ούτε είναι μόνο θεωρία. Είναι κυρίως πράξη και δημιουργούν συνεχώς νέους τρόπους κινηματικής οργάνωσης με στόχο να απελευθερώνουν τα άτομα από εξουσιαστικές πρακτικές, απ’ όπου κι αν προέρχονται.
Περισσότερο διάβασμα:
– Making space for indigenous feminism- Joyce Green
– Talkin’ Up to the White Woman: Indigenous Women and Feminism- Αileen Moreton
– Feminism and postcolonialism
– Jennifer Nez Denetdale on Indigenous Feminisms
– Zapatismo and the Emergence of Indigenous Feminism – Aida Hernandez Castillo
Posted on 04/09/2013 από La Inquieta
0