Γλωσσάρι

Αν δεν μιλάω με γλώσσα κατανοητή, δεν μπορεί να υπάρχει διάλογος.
– bell hooks

– @: Η χρήση του συμβόλου ‘@’ γίνεται στις γλώσσες που έχουν έμφυλες εκφράσεις (Ελληνικά, Ισπανικά κ.ο.κ.). Προκειμένου να χρησιμοποιούμε γλώσσα χωρίς αποκλεισμούς ή αυθαίρετα συμπεράσματα, πολλές φορές το σύμβολο ‘@’ αντικαθιστά το σημείο εκείνο της λέξης που δίνει την έμφυλη χροιά. Για παράδειγμα η πρόταση: Όλοι οι τραγουδιστές και οι τραγουδίστριες είναι έξυπνοι / –ες και έχουν φακίδες θα γίνει: Όλ@ οι τραγουδιστ@ς είναι έξυπν@ και έχουν φακίδες.

– Αμφι / Παν: Οι σύγχρονες προσεγγίσεις των έμφυλων και σεξουαλικών ταυτοτήτων τίθενται ενάντια στην περιορισμένη αντίληψή τους ως δίπολο (βλ. Δίπολο των φύλων & Φάσμα φύλου και ταυτότητας). Έτσι, ο όρος «Αμφισεξουαλικ@» που χρησιμοποιείται ιστορικά για να περιγράψει άτομα που έχουν σεξουαλικές σχέσεις «με άντρες και γυναίκες» γίνεται «Πανσεξουαλικ@», για να περιληφθούν όλες οι έννοιες του φύλου που υπάρχουν.

– Ανδροκεντρισμός: πρόκειται για εκείνη τη θεώρηση του κόσμου η οποία ανάγει την ανδρική ματιά και ερμηνεία ως καθολική για το σύνολο της ανθρωπότητας. Η ανδρική αντίληψη της πραγματικότητας και των κοινωνικών σχέσεων αποτελεί το σημείο αναφοράς και το μέτρο σύγκρισης για την ανθρώπινη εμπειρία, ενώ η γυναικεία παραβλέπεται, ή αποτελεί την ‘εξαίρεση’, το ‘διαφορετικό’ και το ‘ιδιαίτερο’.

– Αορατότητα των γυναικών: φαινόμενο το οποίο αναφέρεται στην απουσία αναγνώρισης ή στη μεροληπτική απεικόνιση της συνεισφοράς των γυναικών στην κοινωνία. Η παράλειψη αυτή αφορά τις γυναίκες ως ενεργητικά υποκείμενα και συναντάται σε πολλαπλούς τομείς: στην εργασία, την πολιτική, την τέχνη, τον πολιτισμό.

– Αποσιώπηση / Εξάλειψη: Ενεργός αποκλεισμός ενός ατόμου ή ομάδας ατόμων από σημεία στα οποία μπορούν να μοιραστούν τη γνώμη τους και τις εμπειρίες τους. Πολλές φορές χρησιμοποιούμε τον όρο μαζί με την έννοια της Αορατότητας (βλ. πιο πάνω) για να εννοήσουμε την αποσιώπηση της ύπαρξης, των βιωμάτων και των φωνών μιας περιθωριοποιημένης ομάδας. Παράδειγμα η συστηματική εξάλειψη των γυναικών από την κυριαρχική ιστορική αφήγηση όπου η παρουσία, οι συνεισφορές, οι φωνές, εμπειρίες και η ίδια η ύπαρξή τους αποσιωπάται και καταλήγουν ιστορικά αόρατες.

– Ασφαλής χώρος (Safe space): Έτσι ονομάζεται οποιοσδήποτε χώρος (πραγματικός ή διαδικτυακός) όπου ως προτεραιότητα ορίζεται η σωματική, ψυχολογική και συναισθηματική ασφάλεια μιας ομάδας ανθρώπων κι έτσι δεν γίνονται δεκτά σχόλια ή συμπεριφορές που σκοπό έχουν να βλάψουν την ομάδα αυτή.

– Βιοντετερμινισμός: η θεωρία πως η ζωή μας, ο τρόπος που ζούμε, τα εμπόδια ή οι ευκολίες που αντιμετωπίζουμε, η ταυτότητά μας, το φύλο μας κ.ο.κ. καθορίζονται εξ ολοκλήρου από τη δεδομένη μας βιολογία. Η θεωρία αυτή, εκτός από το ότι αγνοεί κάθε κοινωνική πραγματικότητα που ορίζει / περιορίζει / διευκολύνει τις ζωές μας, είναι στη βάση της φοβερά περιοριστική και τρανσφοβική.

– Διαθεματικότητα (Intersectionality): Τα σημεία όπου ο φεμινισμός συναντά / τέμνει άλλα κοινωνικά ζητήματα, π.χ. φυλή, σεξουαλικότητα, φτώχεια, μετανάστευση κ.ο.κ. Διάβασε το δικό μας σχετικό λήμμα ή και ένα διαφωτιστικό σχετικό άρθρο. (Διάβασε το σχετικό λήμμα για τη διαθεματικότητα για περισσότερα.)

– Δίπολο των φύλων (Gender Binary): Η προσέγγιση των φύλων ως δίπολο, «ή – ή», περιορισμός του φύλου σε «άντρας» και «γυναίκα».

– Ετεροκανονικότητα: Το σετ αξιών που εκφράζεται μέσα από τη σύγκλιση των κοινωνικών κανονικοτήτων. Δηλαδή την παραδοχή ως κανονικών των παρακάτω: ‘Κανονική’ σεξουαλικότητα = ετεροφυλοφιλία. ‘Κανονική’ έμφυλη έφραση = μόνο η κοινωνικά αποδεκτή αρρενωπότητα & θηλυκότητα. ‘Κανονική’ έμφυλη ταυτότητα = μόνο το να συνάδει το φύλο με το σώμα σου, κ.ο.κ.

– Θετικές ‘διακρίσεις’: ονομάζονται έτσι τα θεσμικά κυρίως μέτρα τα οποία αποσκοπούν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής μιας κοινωνικής ομάδας, την πρόληψη των ανισοτήτων ή την παροχή ευκαιριών για ευκολότερη πρόσβαση σε συγκεκριμένα αγαθά και υπηρεσίες. Το νόημα τους δεν είναι η δημιουργία νέων διακρίσεων αλλά η αποκατάσταση προηγούμενων αδικιών, τις οποίες ιστορικά έχουν υποστεί κάποιες κοινωνικές ομάδες λόγω φύλου, φυλής, θρησκείας, αναπηρίας, σεξουαλικού προσανατολισμού, κ.λπ.

– Ίντερσεξ (Intersex): Ένας γενικός όρος που χρησιμοποιείται σε μία ποικιλία καταστάσεων στις οποίες ένα άτομο γενιέται με έμφυλα χαρακτηριστικά τα οποία δεν ταιριάζουν στους τυπικούς ορισμούς του θηλυκού ή αρσενικού. Ο όρος «ερμαφρόδιτ@», που παλιότερα περιέγραφε τις καταστάσεις αυτές, πλέον δεν χρησιμοποιείται και θεωρείται προσβλητικός.

– Κουήρ / Κουήαρ / Queer: Η λέξη ‘queer’ ξεκίνησε ως βρισιά (άμεση μετάφραση “αλλόκοτος”, “περίεργος”, “ανώμαλος”) αλλά το νόημά της άλλαξε όταν διεκδικήθηκε η χρήση της από την ευρύτερη ΛΟΑΤ κοινότητα. Η λέξη πλέον χρησιμοποιείται για να περιγράψει ανθρώπους σε όλο το φάσμα της σεξουαλικότητας και έμφυλης έκφρασης πλην των ετεροκανονικών ανθρώπων. Ο όρος έχει μεγάλο πολιτικό βάθος καθώς ερμηνεύεται ως μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων με χαρακτηριστικά που τους διαφοροποιούν από την ηγεμονική κανονικότητα της κοινωνίας / κουλτούρας στην οποίαν ζουν.

– Κουήρ (Queer) θεωρία: Μια σχολή ακαδημαϊκής θεωρίας μέσα από την οποία αναλύονται οι αυθαίρετες υποθέσεις για το φύλο, τη σεξουαλικότητα, τους έμφυλους ρόλους. Εναντιώνεται πλήρως στην κοινωνική επιβολή της ετεροκανονικότητας. Πιο γνωστή θεωρητική του πεδίου είναι η Judith Butler.

– Ρατσισμός: το σύστημα εξουσιών που δομεί κοινωνικές ανισότητες σε βάρος μη-λευκών ανθρώπων. Ο όρος αφορά μόνο στις συστημικές ανισότητες βάσει της φυλής και δεν είναι σωστό να χρησιμοποιείται για άλλες περιπτώσεις (π.χ. «ρατσισμός απέναντι στις γυναίκες» = λάθος / «σεξισμός – μισογυνισμός» = σωστό).

– Ταυτότητα:
– Έμφυλη ταυτότητα: Οι τρόποι με τους οποίους αυτοπροσδιορίζεται κάποι@ σε σχέση με το φύλο τ@ και την έκφραση του φύλου αυτού (εδώ περιλαμβάνονται όροι όπως cis γυναίκα, cis άντρας, trans γυναίκα, trans άντρας, genderqueer, gender neutral, gender fluid κ.ο.κ.).

– Σεξουαλική ταυτότητα: Οι τρόποι με τους οποίους αυτοπροσδιορίζει κάποι@ την ταυτότητα που πηγάζει αυτό τη σεξουαλική τ@ επιθυμία (εδώ περιλαμβάνονται όροι όπως στρέιτ, γκέι, λεσβία, πανσεξουαλικ@, ασέξουαλ κ.ο.κ.).

– Φάσμα φύλου και ταυτότητας (Gender / Sexuality Spectrum): Συνειδητοποιούμε  πως ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε την έννοια του  έμφυλου έχει περιοριστεί δραματικά (βλ. Δίπολο  φύλου). Αναγνωρίζουμε πως η έμφυλη ταυτότητα  μπορεί να δημιουργείται και να τοποθετείται μέσα σε  ένα ευρύ φάσμα ορισμών του φύλου.

– Φοβικότητα και χρήση των όρων με κατάληξη σε «-φοβία»: Όταν χρησιμοποιούμε τέτοιους όρους, δεν εννοούμε πως κανείς φοβάται τους ομοφυλόφιλους / τρανς / χοντρούς κ.ο.κ. Το καταληκτικό αυτό χρησιμοποιείται σ’ αυτές τις λέξεις για να υποδηλώσει συμπεριφορά μη-ανεκτικότητας ή και διακρίσεων και επιθετικότητας προς τα άτομα της ομάδας που περιγράφει ο όρος. (Π.χ. Ομοφοβία = διακρίσεις βάσει σεξουαλικού προσανατολισμού / Τρανσφοβία = διακρίσεις βάσει ταυτότητας φύλου / Χοντροφοβία = διακρίσεις βάσει βάρους κ.ο.κ.)

– Φύλο / Σώμα: Χρησιμοποιούμε τους όρους αυτούς για ν’ αντικαταστήσουμε τους «Κοινωνικό φύλο (Gender) / Βιολογικό φύλο (Sex)». Οι όροι αυτοί που θεωρητικά έχουν υπερισχύσει στις περιγραφές μας, θεωρούμε πως είναι περιττοί και ενδεχομένως κακοποιητικοί μιας και συμβάλλουν στον διαχωρισμό πάνω στον οποίον στηρίζονται πολλές καταπιέσεις. Αντ’ αυτών μιλάμε για «Φύλο» περιγράφοντας το σύνολο των κοινωνικά δομημένων χαρακτηριστικών του φύλου και «Σώμα» για να περιγράψουμε βιολογικά χαρακτηριστικά.

– Χοντροφοβία (Fatphobia): Οι διακρίσεις εις βάρος των ανθρώπων που είναι χοντρ@.

– Body positivity: η έκφραση/νοοτροπία πως όλα τα σώματα είναι ωραία.

– Body positive movement: κίνημα για τη θετική αντιμετώπιση όλων των σωμάτων.

– Cis / Trans & Trans*: Λατινικοί όροι. Το cis σημαίνει “από την ίδια μεριά” ενώ το trans σημαίνει “από την άλλη μεριά”. Χρησιμοποιείται με την ίδια λογική του hetero- / homo-.  Η χρήση του trans* με τον αστερίσκο γίνεται για να εννοηθούν όλοι οι σχετικοί όροι που χρησιμοποιούνται από την τρανς κοινότητα (transgender, transsexual κ.ο.κ.). Πιο συγκεκριμένα:
– Cis: άτομα των οποίων το φύλο (η έμφυλη ταυτότητα) και το σώμα «συνάδουν», ή καλύτερα, το τί φύλο εκφράζουν δεν πάει κόντρα στο τί φύλο πιστεύουν οι γονείς και η κοινωνία κ.ο.κ. ότι πρέπει να εκφράζουν, με βάση τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του σώματός τους. Τα άτομα που δεν είναι cis ονομάζονται τρανς.

– Τρανς: άτομα των οποίων το φύλο (η έμφυλη ταυτότητα) και το σώμα δεν «συνάδουν», ή καλύτερα, το τί φύλο εκφράζουν πάει κόντρα στο τί φύλο πιστεύουν οι γονείς και η κοινωνία κ.ο.κ. ότι πρέπει να εκφράζουν, με βάση τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του σώματός τους. Τα άτομα που δεν είναι τρανς ονομάζονται cis.

Η ομάδα QueerTrans σημειώνει την πιο σημαντική λειτουργία που έχει η χρήση των όρων αυτών: «Cis, είναι όρος που χρησιμοποιείται για να αποστιγματίσει τον όρο τρανς. Όταν παραδέχομαι ότι είμαι cis, σημαίνει ότι αποδέχομαι ότι υπάρχουν και άνθρωποι που δεν είναι cis, και συνεπώς δεν αποδίδω «φυσιολογικότητα» στη δική μου κατάσταση και απαξίωση στη δική τους. Είναι πολύ τυπικό στον καθημερινό λόγο να αναφερθεί κάποιος σε μη-τρανς άτομα σαν να είναι η φυσική τάξη πραγμάτων, π.χ. «έχω πάει με τρανς, αλλά μ’αρέσουν πιο πολύ οι κανονικές γυναίκες» ή «Τί είσαι; Τρανς άντρας; Δηλαδή όχι κανονικός;»»

– Concern trolling: όρος της αργκό του διαδικτύου, τρολάρω/καταπιέζω κάποι@ χρησιμοποιώντας ως δικαιολογία (ψεύτικο) ενδιαφέρον/νοιάξιμο.

– Glass ceiling: ελληνιστί «γυάλινη οροφή». Ο όρος περιγράφει ένα αόρατο εμπόδιο το οποίο δεν επιτρέπει την άνοδο των γυναικών σε επαγγελματικά θέσεις και υψηλόβαθμα αξιώματα συνδεδεμένα με τη λήψη αποφάσεων, όπως αρχηγοί κρατών ή διευθύντριες μεγάλων εταιριών. Το glass ceiling  υποστηρίζεται από ισχυρά κοινωνικά στερεότυπα, τα οποία πολλές γυναίκες αποδέχονται και εσωτερικεύουν. Δημιουργείται έτσι ένας φαύλος κύκλος που διατηρείται μέχρι και σήμερα.

– Mansplaining: Η διαδικασία μέσω της οποίας ένας άντρας, ‘εξηγεί’ σε μια γυναίκα ένα θέμα που την αφορά άμεσα χωρίς ο ίδιος να γνωρίζει το θέμα ή να έχει προσωπική εμπειρία μ’ αυτό. Διάβασε περισσότερα εδώ.

– Sex-positive φεμινισμός: Μια έκφραση του φεμινισμού όπου η σεξουαλική ελευθερία των γυναικών αντιμετωπίζεται ως ένα από τα κεντρικά ζητήματα του κινήματος. Οι φεμινιστ@ς αυτ@ αντιτίθενται ιδιαίτερα στη θέαση της γυναικείας σεξουαλικότητας μέσα από πατριαρχική σκοπιά μιας και, ιστορικά, ο ορισμός της γυναικείας σεξουαλικότητας δίνεται από άντρες και ελέγχεται και περιορίζεται ώστε να ικανοποιεί πατριαρχικές, ανδροκεντρικές ανάγκες.

– Sizeism: Οι διακρίσεις εις βάρος των ανθρώπων με βάση τι νούμερο ρούχα φορούν.

– Slut shaming: Η ταπείνωση μιας γυναίκας της οποίας η σεξουαλικότητα δεν ακολουθεί το στενό πατριαρχικό μοντέλο. Άμεσο αποτέλεσμα αυτής της διαπόμπευσης είναι ότι στα μάτια κάποιου κόσμου, η σεξουαλικότητα μιας γυναίκας (ή / και τα ρούχα που φοράει) μπορεί να αντιμετωπιστεί ως αίτιο μιας επίθεσης. Αρκετός κόσμος πιστεύει ακόμη πως στην περίπτωση π.χ. ενός βιασμού παίζει ρόλο τι έκανε ή τι φορούσε το θύμα ενώ ΤΟ ΜΟΝΟ πράγμα που παίζει ρόλο είναι οι πράξεις του βιαστή. (Διάβασε περισσότερα και πιο αναλυτικά εδώ.)

– TERFS (Trans-Exclusionary Radical Feminists): Σύντομη ονομασία μιας μερίδας ριζοσπαστικών φεμινιστριών που αντιτίθενται στη συμμετοχή των τρανς γυναικών στο φεμινιστικό κίνημα. Δύο ενδιαφέροντα σχετικά άρθρα (1) και (2). Βρες περισσότερες πληροφορίες στο  Questioning Transphobia και στο  Not your mom’s Trans 101.